κριτηρεύ(γ)ω

κριτηρεύ(γ)ω
κριτηρεύ(γ)ω (Μ)
υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριτήριον + κατάλ. -εύγω (πρβλ. κινδυν-εύγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κριτηρεμένα — επίρρ. με βάναυσο τρόπο ή με βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριτηρεμένος, μτχ. παρακμ. τού κριτηρεύ(γ)ω «βασανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κριτηρεμός — κριτηρεμός, ὁ (Μ) [κριτηρεύ(γ)ω] βασανισμός, βασανιστήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”